"Τζαμαλάρια" στην Άρνισσα
7 Ιανουαρίου, ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Τα «Τζαμαλάρια» ή «τζάμαρλα» είναι ένα χορευτικό- λατρευτικό δρώμενο των κατοίκων της Άρνισσας, με ρίζες πολλών αιώνων, παραπλήσιο με έθιμα που τελούνται σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας.
Το βασικό θέμα του εθίμου είναι ο ΓΑΜΟΣ, μια από τις σημαντικότερες τελετές των ανθρώπων, που σατιρίζεται με διάφορους τρόπους. Ένα αγόρι ντύνεται νύφη με παραδοσιακή τοπική φορεσιά, ενώ δυο άλλα που υποδύονται τα αδέλφια της νύφης, είναι οι Καπεταναίοι, την κρατάνε αγκαζέ και τη συνοδεύουν στη γαμήλια τελετή. Οι Καπεταναίοι προσπαθούν να προστατέψουν την τελετή του γάμου από το Μπουμπάρι, το ζιζάνιο που αποτελεί το άλλο κεντρικό πρόσωπο του εθίμου. Το Μπουμπάρι προσπαθεί να δώσει με τις ενέργειες και τις κινήσεις του ένα κωμικό και ταυτόχρονα τραγικό χαρακτήρα στην όλη παράσταση. Όλα τα παραπάνω μέλη του «θιάσου» και ένα πλήθος ατόμων με αγροτικές ενδυμασίες και κουδούνια (τζαμαλάρηδες), γυρνάει στους δρόμους του χωριού γλεντώντας. Το γλέντι συνοδεύεται από τοπική μουσική με χάλκινα μουσικά όργανα.
Στις κεντρικές πλατείες του χωριού γίνεται αναπαράσταση μιας σκηνής που μπορεί να έχει αρκετά στοιχεία αυτοσχεδιασμού, αλλά περιστρέφεται γύρω από το παρακάτω θέμα: Oι τζαμαλάρηδες δεν επιτρέπουν στο ζευγάρι να χαρούν τον έρωτά τους αλλά τους παρενοχλούν ή τους προτείνουν άλλο ταίρι. Το Μπουμπάρι με τη σειρά του ορμάει και αρπάζει τη νύφη, αλλά τα αδέλφια τον ρίχνουν στο έδαφος και το σκοτώνουν. Το Μπουμπάρι πειράζοντας τη Νύφη σκοτώνεται από τους Καπεταναίους με πολλά και βαριά χτυπήματα από τις μαγκούρες, «λασταγκάρκες» τους. Στη συνέχεια το λόγο παίρνει ο Μπάετς- Παινευτής, ένα ακόμη βασικό πρόσωπο της παρέας, ο οποίος παινεύει τα μέλη του σώματος του σκοτωμένου Μπουμπαριού και εικονικά τα μοιράζει, ανάλογα με τη χρησιμότητά τους στον κόσμο που παρακολουθεί και με κάποιο τρόπο συμμετέχει στο δρώμενο.
Η παράσταση τελειώνει με την ανάσταση του Μπουμπαριού και τα τρελά από τη χαρά πηδήματα των τζαμαλάρηδων, που προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν θόρυβο χαράς τραγουδώντας πολλές φορές ως ρεφραίν στα επιφωνήματα χαράς το: «Μαύρη προβατίνα, άσπρο γάλα, μπρους-μπρους».
Στο χορευτικό-λατρευτικό δρώμενο των Τζαμαλάρηδων, στα πειράγματα που απευθύνει το Μπουμπάρι στη Νύφη και κυρίως στα λόγια του Παινευτή, υπάρχουν πολλοί συμβολισμοί, στους οποίους εμφανής είναι η προσπάθεια των μελών της κοινότητας να εξευμενίσουν μαγικά τις φυσικές δυνάμεις, που πίστευαν ότι επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά τις δραστηριότητές τους. Η γονιμότητα, η βλάστηση της γης, η καλή σοδειά και η προκοπή των κοπαδιών είναι μερικά από τα θέματα που γίνονται αντικείμενο σχολιασμού. Μια από τις διάφορες εκδοχές λέει ότι η Νύφη συμβολίζει το νέο χρόνο, τα αδέρφια συμβολίζουν τους αγγέλους, ενώ το Μπουμπάρι το Κακό.
Ο «γάμος» είναι η αρχή μιας νέας γόνιμης εποχής,ενώ το δυαδικό σχήμα ζωής – θανάτου αναπαρίσταται από την πάλη ανάμεσα στο Μπουμπάρι και τους Καπεταναίους/ αδέλφια. Ο διαρκής κύκλος του θανάτου και της ανάστασης της φύσης, περιγράφεται από το θάνατο και την ανάσταση του Μπουμπαριού. Παράλληλα, η πρόκληση δυνατού θορύβου από την κρούση των κουδουνιών με τα οποία είναι ζωσμένοι οι τζαμαλάρηδες, σύμφωνα με τις παλιότερες δεισιδαίμονες αντιλήψεις απομάκρυνε τους διαβόλους, τους καλικαντζάρους και γενικότερα κάθε κακό.
Κωνσταντίνα Γέσιου -ΣΤ` τάξη
Αποκριάτικα Έθιμα της Άρνισσας
Στην Άρνισσα την Κυριακή της Αποκρέω οι νοικοκυρές έσφαζαν έναν πετεινό τον οποίο μαγείρευαν με ρύζι. Η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκρέω μέχρι την Κυριακή της Τυροφάγου λεγόταν "Άσπρη Εβδομάδα", γιατί υπήρχε η συνήθεια να τρώνε μόνο γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά. Οι γυναίκες δεν λούζονταν την εβδομάδα αυτή, για να μην ασπρίσουν τα μαλλιά τους.
Την Κυριακή της Τυροφάγου έβγαζαν όργανα στην πλατεία του χωριού και κόσμος χόρευε και διασκέδαζε. Πολλοί μασκαρεμένοι πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, και οι νοικοκυρές τους υποδέχονταν με γλυκά και ελάχιστα χρήματα. Την εποχή εκείνη οι στολές των μασκαράδων βασίζονταν στην φαντασία όσων τις φορούσαν και τις έραβαν από παλιά κομμένα ρούχα. Την ίδια ημέρα έφτιαχναν πίτα μόνο με τυρί(μπούρικ). Έπειτα άρχιζε η νηστεία του Πάσχα.
Το βράδυ της Τυρινής επικρατούσε το έθιμο της "συγχώρεσης" (Προσταβάινε). Οι κάτοικοι επισκέπτονταν τους γονείς τους, τα πεθερικά τους, τους κουμπάρους τους και αφού τους φιλούσαν το χέρι, ζητούσαν με αυτό τον τρόπο συγχώρεση. Στα παιδιά έδιναν χρήματα οι συγγενείς.
Άννα Ράδη - Κατερίνα Παλάκα (Ε` τάξη)
Το έθιμο του αυγού ή της Λάμκας
Το έθιμο της "Λάμκας" υπάρχει από τα πολύ παλιά χρόνια και επιβιώνει έως τις μέρες μας στα χωριά της περιοχής μας.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι, συνήθως το βράδυ, και πριν αρχίσει το φαγητό , ο παππούς της οικογένειας έπαιρνε τη ρόκα που έγνεθαν οι γυναίκες το μαλλί ή έναν πλάστη, και έδενε στο κέντρο μια μακριά κλωστή. Στην άλλη άκρη της κλωστής έδενε ένα αυγό βρασμένο και ξεφλουδισμένο. Κούναγε τη ρόκα περιστροφικά στο τραπέζι και όλα τα παιδιά καθισμένα πάντοτε, προσπαθούσαν να πιάσουν το αυγό με το στόμα τους.
Όποιο παιδί έπιανε το αυγό είχε την έννοια της οικογένειας και γινόταν όλα τα χατίρια του επειδή θεωρούνταν το πιο επιδέξιο από όλα τα παιδιά ή ο παππούς του έδινε ένα συμβολικό δώρο σαν επιβράβευση.
Έτσι μ' αυτή την συμβολική εκδήλωση η οικογένεια ετοιμάζονταν να μπει στην Σαρακοστή "καθαρή" από μικρές ή μεγάλες "αμαρτίες" και να προετοιμαστεί για τη μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας, το Πάσχα.
Λέγεται ότι συμβολικά το στόμα σφραγίζει με το αυγό και ανοίγει με το αυγό το Πάσχα (κόκκινα αυγά).
Παπαζήση Κωνσταντίνα(Γ` τάξη) –Σουγάρη Γεωργία (ΣΤ` τάξη)
Λάζαρα και Λαζαράκια
Από τα πολύ παλιά χρόνια υπάρχει ένα έθιμο στον τόπο μας, που αναβιώνει ακόμα και σήμερα.
Το έθιμο "Λάζαρα".
Την Κυριακή του Βαΐων, μετά το σχόλασμα της εκκλησίας, μαζεύονταν παρέες κοριτσιών, έπαιρναν ένα ψάθινο καλάθι το οποίο είχαν στολίσει από την προηγούμενη ημέρα με πολλά λουλούδια και πολύχρωμες κλωστές -κορδέλες, και τραγουδούσαν "σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι''. Οι νοικοκυρές τους έδιναν αβγά, καραμέλες και σπάνια κάποιο κέρμα μικρής αξίας. Τα κορίτσια φορούσαν τις τοπικές ενδυμασίες τους όπως...φουστάνια μακριά, πολύχρωμες ποδιές και μαντήλες στο κεφάλι καθώς και τις "ντουμπλές" τους. Οι ντουμπλές ήταν ένα είδος κρεμαστού που αποτελούνταν από φλουριά μεγάλα.
Όταν γύριζαν όλο το χωριό πήγαιναν σε κάποιο σπίτι και μοίραζαν τα αβγά που είχαν μαζέψει, για να τα βάψουν την Μεγάλη Πέμπτη. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας όλες οι νοικοκυρές μαγείρευαν ψάρι με κρεμμύδια στο φούρνο.
Τα "Λαζαράκια" ήταν κουλουράκια γλυκά πλασμένα σε σχήμα ενός μικρού φασκιωμένου παιδιού, που συμβόλιζαν τον πεθαμένο Λάζαρο.
Τα έφτιαχναν το Σάββατο. Έφτιαχναν ακόμη τα ίδια κουλούρια αλλά με ζύμη ψωμιού και τα έτρωγαν αντί για ψωμί.
Στις μέρες μας λίγα είναι τα κορίτσια που λένε τα "Λάζαρα" κυρίως στα χωριά, και χωρίς τις τοπικές ενδυμασίες του τόπου μας.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι
ήρθε η μάνα σου από την πόλη
σου έφερε χαρτί και κομπολόι .
Οι κοτούλες σας αυγά γεννάνε
κι οι φωλίτσες σας δεν τα χωράνε .
Δώστε μας και μας να τα χαρούμε
και του χρόνου πάλι να ξαναρθούμε.
( Δακτυλογραφήθηκε από το Τραϊανό Σερέτη)
Κωνσταντίνα Παπαζήση- Γ` τάξη
Βαρβαρίτσα και Αγία Βαρβάρα
Κάθε χρόνο στο χωριό μας γίνεται το έθιμο της Βαρβαρίτσας. Την παραμονή της γιορτής μετά τον εσπερινό μαζεύονται παρέες παιδιών και ανάβουν φωτιές. Τα αγόρια του χωριού μαζεύουν ξύλα για τις φωτιές αρκετές μέρες πιο νωρίς . Τα παλιά χρόνια οι παππούδες έπαιρναν σε ένα μπρίκι φακή, το βάζανε στη φωτιά και δίνανε στα παιδιά να φάνε για να μην αρρωσταίνουν. Τα παιδιά της περιοχής με μια βέργα (ταπούζα), η οποία ήταν από κάτω σαν μπαλίτσα, λέγανε ένα τραγούδι περπατώντας γύρω από την φωτιά «τσιβριβρί, τσιβριβρί». Έπαιρναν στάχτη από τη φωτιά και την πήγαιναν έξω από το κοτέτσι για να γεννούν οι κότες.
Όταν ανάβει η φωτιά λένε το τραγούδι: « Βαρβαρίτσα, Νικολίτσα, κάρο ξύλα(κόλα ντάρβα), κάρο αλεύρι(κόλα μπράσνο), Βάρβαρα», που σηματοδοτούσε την αρχή του χειμώνα.
Οι νοικοκυρές φτιάχνουν νηστίσιμες λιχουδιές για τα παιδιά, όπως πιτουλίτσες και λουκουμάδες.
Το ξημέρωμα της Αγίας Βαρβάρας έπαιρναν την ταπούζα και τις βρασμένες φακές και λέγανε τα κάλαντα( τα λόγια που έλεγαν και στη φωτιά). Οι νοικοκύρηδες έπαιρναν δυο –τρία σπυριά φακές από τους καλαντάρηδες για υγεία και έδιναν ξερά σύκα, ξυλοκέρατα, αλεύρι ή χρήματα.
Αυτό το έθιμο γίνεται στην Άρνισσα από τα παλιά τα χρόνια, πολύ πριν χτιστεί η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Σύμφωνα με τον βίο της Αγίας Βαρβάρας, διέταξαν τον αποκεφαλισμό της και όρισαν την ποινή να την εκτελέσει ο ίδιος ο πατέρας της που ήταν και επιθυμία του, αφού αυτή ήταν χριστιανή και εκείνος ειδωλολάτρης. Την στιγμή όμως που είχε τελειώσει το έγκλημα του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη. Η φωτιά της Βαρβαρίτσας μάλλον συμβολίζει αυτό το γεγονός. Η Αγία Βαρβάρα είναι προστάτιδα της Άρνισσας.
Κείμενο: Σταυρούλα Μπόγια - Ευθύμης Σιπάκης (Β’ τάξη)
Δαχτυλογράφηση: Θεοδώρα Παπαδοπούλου - Άννα Ράδη (Στ’ τάξη)